-
1 стена
1. (напр. здания, комнаты) о τοίχοςмонолитная - το συμπαγές τοίχωμα, μονολιθικός -несущая - η φέρουσα τοιχοποιΐα/τοι-χοδομίαсборная - προκατασκευασμένος -, συναρμολογούμενος -2. (высокая ограда) το τείχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стена
-
2 кирпичный
επ.1. του τούβλου, του πλίνθου•кирпичный завод πλινθουργείο, πλινθοποιείο.
|| πλίνθινος, με τούβλα•-ая стени τοίχος με τούβλα, πλινθόκτιστος•
кирпичная кладка η πλινθοδομή, πλινθόκτισμα, χτίσιμο με τούβλα.
2. (για χρώμα) κεραμιδί.εκφρ.кирпичный чай – πεπιεσμένο (πλακέ) τσάι.